Whatever Noah wants

 

Θεσσαλονίκη. Σαββατόβραδο. Το κινητό χτυπά. 1 μήνυμα ελήφθη.

 Η συνάδελφος από τη δουλειά προτείνει ποτάκι στο κέντρο της πόλης. Ψήνομαι. Αμέ! Γιατί όχι; Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά χωρίς την παρουσία κάποιου αρσενικού στην παρέα. Τα τακούνια μας δονούν την άσφαλτο. Με μια πρόχειρη ματιά βλέπω τα καφέ, τα μπιστρό, τα μπαρ ν’ ασφυκτιούν. Κρίση, σου λέει, αλλά ο έλληνας ξέρει από πού θα κόψει. Από τις πάνες του μωρού, από τα λαχανικά στο μεσημεριανό τραπέζι, αλλά όχι από τα τσιγάρα, τον καφέ, τη διασκέδαση. Κι ενώ βαδίζουμε τη Μητροπόλεως και συζητάμε, η εξής σκέψη έρχεται και μου σφηνώνεται στο μυαλό «εγώ από πού θα κόψω»; Δεν καπνίζω, δεν πίνω takeaway coffee, δεν διασκεδάζω. Καταλήγουμε σε μια στοά. Προς το παρόν αφήνω τη σκέψη μου για το χρονικά απροσδιόριστο "αργότερα". Ίσως ξαναπιάσω τη σκέψη υπό ανάλυση τη στιγμή που δεν θα ’χω να πληρώσω το νοίκι ή που η σύνδεση internet αναγκαστικά θα βγει εκτός χρηματικού προϋπολογισμού.  

Το μαγαζάκι "κουλτουρέ" έτσι όπως μ’ αρέσει, με ξύλινη επένδυση και καλή μουσική. Βολευόμαστε σ’ ένα standάκι στο βάθος του μαγαζιού. Η φίλη μου κάθεται από εκείνη την πλευρά που της παρέχει ολική θέα του μαγαζιού. Εγώ κάθομαι απέναντί της και οι εναλλακτικές μου είναι είτε να εστιάζω σ’ εκείνην καθώς μου μιλά, είτε στον καλόγερο με τα παλτό και την ομπρελοθήκη που βρίσκονται από πίσω. Επιλέγω το πρώτο.

     Η συζήτησή μας από τα "γενικά" σύντομα περνά στα "σχεσιακά". Και έτσι όπως όλες μου οι σκέψεις έρχονται σε ανύποπτη στιγμή, συνειδητοποιώ πως ο εαυτός μου εσωτερικά διαμαρτύρεται. «Oh come on! Είναι σαββατόβραδο και μιλάμε για άνδρες που δεν... ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας. Πόσο κουτές είμαστε τελικά». Η κουβέντα μας περνά σε επόμενο επίπεδο, εκείνο της θρησκείας, για να καταλήξουμε τελικά στο θέμα της δουλειάς και το οικονομικό. Οι κουβέντες έντονες, γεμάτες ενέργεια. Δίχως ίχνος πλήξης απολαμβάνω κάθε μου γουλιά. Κι ενώ δηλώνω φανατική αντικαπνίστρια κάνω τράκα από τα τσιγάρα της. Λες και δεν εκπνέω από το στομάχι μου σκόρπιο καπνό, αλλά σκοτούρες.

 

 

     Μέχρι τη στιγμή που ένας τύπος παρουσιάζεται μπροστά μου από το πουθενά. Μου συστήνεται ως τάδε αρχιτέκτων μηχανικός. Με το ύφος του προσδίδει κύρος στο επάγγελμά του. Ο αρχικός μου αιφνιδιασμός μετατρέπεται σε καχυποψία. Του δίνω την αίσθηση πως δε συναινώ σε περαιτέρω προσέγγιση μαζί του. Ωστόσο, εκείνος επιμένει. Αυτό που με πειράζει δεν είναι η θρασύτητά του, αλλά η τακτική του "fast food". «Ποιά είσαι, από πού είσαι, τί δουλειά κάνεις, έχεις σχέση;». Basta!

     Εγώ θέλω τον άνδρα να είναι Άνδρας. Να παιδεύεται με το θήραμά του για να χορτάσει. Κι όχι να μασά το έτοιμο hamburger που διάλεξε από τον κατάλογο παραγγελίας. Εγώ θέλω τον άνδρα « to turn me on », να μ’ ανάβει. 

 

 

Κι ένιωσα το φλερτ του πιο φθηνό κι απ’ το κρασί που ’χα παραγγείλει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Μουσική επιλογή: Sarah Vaughan ~ Whatever Lola Wants


Οι θεατρικές παραστάσεις σε τίτλους

Αυλαία σημαίνει . . .

Αυλαία σημαίνει . . .
(( δυο σανίδια κι ένας πόθος .! ))

Θιασώτες